- παντοδύναμοι
- παντοδύναμοςall-powerfulmasc/fem nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κρήτη — I Νησί (8.331 τ. χλμ., 601.131 κάτ.) της νοτιοανατολικής Μεσογείου, σε απόσταση περίπου 100 χλμ. ΝΑ της Πελοποννήσου. Πρόκειται για το μεγαλύτερο σε έκταση νησί της Ελλάδας (δεύτερο είναι η Εύβοια με έκταση 3.658 τ. χλμ.), το πέμπτο της Μεσογείου … Dictionary of Greek
ντέβα — Προσωνυμία των κατώτερων θεών των Ινδών, που εκπροσωπούσαν το φως και τη φωτιά. Πρόκειται για λέξη σανσκριτική από τη ρίζα ντίο (= που λάμπει). Από τη ρίζα αυτή προέρχεται και η ελληνική λέξη θεός και η αντίστοιχη λατινική deus. Οι θεοί αυτοί δεν … Dictionary of Greek